κυπραίϊκος

κυπραίϊκος
κυπρέϊκος, η , ο см. κυπριακός;

§ κυπραίϊκο γαϊδούρι — нахал


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κυπραίϊκος" в других словарях:

  • κυπραίικος — η, ο [Κυπραίος] 1. κυπριακός («κυπραίικο κρασί») 2. φρ. «κυπραίικο γαϊδούρι» πολύ αγροίκος και αναιδής άνθρωπος …   Dictionary of Greek

  • κυπραίικος — η, ο κυπριακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυπριώτικος — η, ο (Μ κυπριώτικος, η, ον [Κυπριώτης] κυπριακός, κυπραίικος …   Dictionary of Greek

  • κύπριος — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821 από την Κύπρο. 1. Άγγελος. Με την έναρξη της Επανάστασης κατατάχθηκε στον Ιερό Λόχο και πολέμησε στο Δραγατσάνι. Αργότερα κατέβηκε στην Ελλάδα και υπηρέτησε στο σώμα του οπλαρχηγού Ρόδιου. Πολέμησε …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»